- ἀπορρήτους
- ἀπόρρητοςforbiddenmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MYSTERIA Romana — Ciceroni in Ep. ad Atticum ter memorata, in sui explanatione dudum occupatos tenuêre summos Viros. In ult. l. 5. Quum scies, Romae intercalatum sit nec ne, velim ad me scribascertum, quô die Mysteria futura sint. Sic Ep. 1. l. 6. Faciesque me,… … Hofmann J. Lexicon universale
ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ … Dictionary of Greek